Γεννήθηκα στα Τρίκαλα στις 2 Φεβρουαρίου του 1962. Εκεί έζησα μέχρι τα δεκαοκτώ μου χρόνια. Έκτοτε ζω στην Αθήνα, όπου έχω και το εργαστήριό μου.
Ο πατέρας μου ήταν έμπορος υφασμάτων· μεγάλωσα μέσα στα υφάσματα και γι’ αυτό έχω τόσο αγάπη και οικειότητα γι’ αυτό το υλικό. Οι υφές τους και τα χρώματά τους ξεχύνονταν όπως άνοιγαν τα τόπια στους πάγκους του καταστήματος. Μαγικός κόσμος για μένα, όπως και ο κόσμος των μοδιστράδικων που πηγαίναμε με τη μητέρα μου.
Στην καταγωγή μου είμαι Βλάχα από ένα ορεινό χωριό της Πίνδου. Σε όλη την παιδική ηλικία μου, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο χωριό: στα ψηλά βουνά, στον καθαρό αέρα, μέσα στα δέντρα και τα τρεχούμενα νερά. Οι εσωτερικές μου εικόνες έχουν και τα δάση αυτά, όπως και τη μεγάλη πεδιάδα του Θεσσαλικού κάμπου.
Η εκπαίδευσή μου ήταν θετικής κατεύθυνσης· αγαπώ πολύ τα μαθηματικά. Σπούδασα Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ. Εκεί, στο εργαστήριο ζωγραφικής της Αρχιτεκτονικής, συναντήθηκα με τη Βάνα Ξένου και τον Βλάση Κανιάρη που με παρότρυναν να ασχοληθώ με τη ζωγραφική. Έτσι μπήκα στον χώρο των εικαστικών. Τα πρώτα έργα, επιτοίχια και γλυπτά, ήταν συνθέσεις με φθαρμένα ξύλα και σίδερα, πανιά, χαρτιά και χρώμα. Εκείνη την περίοδο γνώρισα τη γλύπτρια Αλεξάνδρα Αθανασιάδη. Η δουλειά της και η σχέση μου με την ίδια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή μου.
Το 2004 έγινα μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου. Είχα κάνει ήδη τις πρώτες μου ατομικές εκθέσεις (Αθήνα 2002, Λευκάδα 2002, Σύρος 2003, Τρίκαλα 2004). Μετά ήρθε η σημαντική συνεργασία με την Γκαλερί «Κούρος» της Νέας Υόρκης, με συμμετοχές στην Art Athina (2005, 2009, 2010) και ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη το 2006.
Την ίδια χρονική στιγμή με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος παρουσίασα την δουλειά μου στο New York Studio School. Ακολούθησαν οι ατομικές εκθέσεις στη Γκαλερί Astra το 2008, στην «’24» το 2014, στoν «Ποντοπόρο» της Πάρου το 2016, και στο μουσείο της Αγγελικής Χατζημιχάλη (τρεις γυναίκες καλλιτέχνες) το 2016. Όλα αυτό το διάστημα συμμετείχα σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, με πιο πρόσφατες στον Πύργο Κύμης και στα Τρίκαλα το 2024.
Η δουλειά μου έχει πολύ ύφασμα. Άλλοτε βάζω πάνω του στρώσεις από χαρτιά που τα στερεώνω με σμιχτές ραφές, άλλοτε το «κεντώ» με πολλές βελονιές. Η τελευταία ενότητα είναι πάνελ μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων από επιχρωματισμένα και τροποποιημένα κομμάτια υφασμάτων, ενωμένα στα «σύνορά» τους, δημιουργώντας τοπία προσωπικής γεωγραφίας. Επίσης υπάρχουν κατασκευές και εγκαταστάσεις. Ντύνω τους τοίχους, απλώνω στο πάτωμα υφάσματα, και με κλωστές και τάματα φτιάχνω χώρους τελετουργικούς.
Το 2022 έγινε κάτι τραγικό. Έχασε τη ζωή του σε δυστύχημα ο γιος μου Διονύσης, ο δεύτερος από τα πέντε παιδιά μου. Έκτοτε η ζωή μου είναι άλλη· ίσως και η δουλειά μου.
Τον Ιανουάριο του 2025 θα γίνει στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων, έκθεσή μου με τίτλο Ma σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου.
Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο εργαστήριο της Ελένης Κρίκκη είχα αμέσως την παράξενη όσο και οικεία αίσθηση ότι επισκεπτόμουν το ατελιέ μιας μοδίστρας. Ένας μακρύς πάγκος, μια γαλάζια ραπτομηχανή, ένας κορμός κούκλας για πρόβες, βελόνες, καρφίτσες, δεκάδες κομμάτια από παράξενα υφάσματα και αμέτρητες κλωστές σε όλα τα χρώματα δήλωναν πως οι μνήμες της οικογενειακής επιχείρησης με τα υφάσματα διατρέχουν με ανεξίτηλα νήματα τη δουλειά της.
Η Ελένη περιβάλλεται με τρόπο φυσικό από τα πρόσφατα έργα της – σχηματοποιημένα «ρούχα» που κρέμονται ανάγλυφα στο ζωγραφικό κενό ενός ουδέτερου φόντου, κομμάτια υφασμάτων που αιωρούνται μέσα σε ορθογώνια άδεια πλαίσια στον χώρο, ξύλινες λαξευμένες και ζωγραφισμένες επιφάνειες που χειρίζονται την εικόνα του ρούχου στο δικό τους μέσο πλέον. Η Ελένη περιδιαβαίνει διαρκώς ανάμεσά τους, παρατηρεί, προσθέτει, αφαιρεί, διορθώνει –σαν την μέλισσα που χτίζει σιγά-σιγά αλλά σίγουρα την κερήθρα της– και ράβει, καρικώνει, γαζώνει – σαν την πρώτη ράφτρα ενός μεγάλου οίκου που επιμελείται τα ρούχα μέχρι την τελευταία στιγμή πριν να βγουν στην πασαρέλα.
Η αφετηρία των έργων που παρουσιάζονται τώρα, όπως εξάλλου και στα παλαιότερά της, είναι η λεπτομέρεια που τής κίνησε κάθε φορά το ενδιαφέρον: το χρώμα ή η υφή ενός υφάσματος που κρατά τον χαρακτήρα του στο τελικό δικό της έργο, το σχήμα ενός παράξενου ξύλου που κράτησε τη φυσιογνωμία του ενώ την ίδια στιγμή έγινε το «φόρεμα» που εκείνη είχε στο μυαλό της.
Η Ελένη Κρίκκη έχει μια παλιά και ιδιότυπη σχέση με τα τυχαία αντικείμενα, τα objets trouvés. «Βλέπει» τα υλικά γύρω της, αλλά όταν δεν βρίσκει αυτό που θέλει, δημιουργεί μόνη της τα δικά της τυχαία ευρήματα. Ένα σκάλωμα στο σκάλισμα μιας σανίδας είναι η αφετηρία για την αρχή ενός ολόκληρου διαλόγου με το υλικό της, και ένα ιδιόμορφο γαζί που πάτησε σε ένα ύφασμα μπορεί να γεννήσει τη φόρμα ενός από τα «ρούχα» της. Η αγάπη της ζωγράφου για τη λεπτομέρεια την οδηγεί από το μικρό στο μεγάλο, από το απόσπασμα στο τελικό έργο. Η ύλη στα έργα της είναι ξέχωρη κι αυτόνομη και ταυτόχρονα σχηματίζει τις φιγούρες, τα περιγράμματα, τους όγκους. Και μαζί με όλα αυτά τις μορφές, τις ιδέες των μορφών, την υπαινικτική παρουσία τους.
Γιατί μία και μοναδική εικόνα έρχεται και επανέρχεται – εμμονή και σπέρμα της εικονογραφίας της Ελένης Κρίκκη: το κομμάτι ύφασμα που ξετυλίγεται από το τόπι και ρίχνεται στους ώμους της πελάτισσας για να προσποιηθεί το ρούχο και να την κάνει να φανταστεί όσο γίνεται καλύτερα το μελλοντικό ραμμένο φόρεμα, ενώ την ίδια στιγμή γίνεται το ίδιο φόρεμα και μαζί σώμα που το φορά. Το σώμα που στα τωρινά έργα κυριαρχεί μέσα από τη φαινομενική απουσία του: σε αυτές τις φορεσιές που προεξέχουν από το πλαίσιο του κάδρου ατόφιες κι άδειες από την ανθρώπινη μορφή –σαν τα απλωμένα στον ήλιο ασπρόρουχα στις ταινίες του Ozu– και μας οδηγούν να επικεντρωθούμε στη ματιέρα τους, να περιεργαστούμε και να ψηλαφήσουμε τα βαθουλώματα και τα εξογκώματά τους και να αναζητήσουμε τους λόγους που τα δημιούργησαν.
Σε ξύλο ή χαρτόνι, με γκέσο, ακουαρέλες, σκόνες, κοκκινόχωμα, γάζες και τούλια, η Ελένη Κρίκκη λαξεύει τα «ρούχα» της, ζωγραφίζει μικροσκοπικές πινελιές από χρυσό και μπογιά, όπως τα χρώματα πάνω σε μια παλέτα, και τις μετενσαρκώνει σε ύφασμα εναποθέτοντας στο τελάρο κουρελάκια που στα χέρια της έγιναν πολύτιμα κοσμήματα, σαν να καρφιτσώνει στα έργα της μικρές σκέψεις της. Γαζωμένα αλλεπάλληλα, ανάλαφρα παραπετάσματα και μαζί βαρύτιμα πετραχήλια, τα ελάχιστα, τα ευτελή αυτά υφασματάκια, σαν ρουχαλάκια για κούκλες, σαν μυρμηγκιάσματα πολύχρωμων κλωστών και αξεδιάλυτοι συνειρμοί, μας καθιστούν ικανούς να κατανοήσουμε την πολυτιμότητα και τη μοναδικότητά τους ακριβώς όταν αντιπαρατίθενται στις μεγάλες και βαρύτιμες στόφες. Σαν μικροσκοπικά μαγικά τάματα που κρεμάστηκαν για να αντιπροσωπεύουν μια ευχή και μια αγωνία, τα ίδια τάματα-νότες-πουλιά που κρέμονται στα παλαιότερα έργα-«πεντάγραμμά» της.
Τα υφάσματα και οι κλωστές είναι φανερό όμως πως χρησιμοποιούνται και για έναν άλλον, βασικό, λόγο – για να εισάγουν το χρώμα στα έργα της Κρίκκη. Στην πλειοψηφία τους γήινα και παστέλ, και σε συνδυασμό με την αιθέρια αίσθηση της αιώρησής τους, εύκολα μπορεί να περάσουν για ρομαντικά και ανώδυνα. Αν δεν ξεγελαστεί κανείς όμως, θα δει και θα καταλάβει την παράδοξη πάλη ανάμεσα στην ομορφιά και την πληγή. Γιατί η Ελένη παιδεύει τα έργα της. Τα σκάβει, τα ξύνει, τα χαράζει, τα καίει, τα γαζώνει, τα τρυπάει, τα κεντάει, τα ράβει – ράμματα σε τραύματα. Όπως στις βασανισμένες επιφάνειες του Wols και του Artaud και στα «μαγειρεμένα» έργα του Fautrier, το αρχικό υπόβαθρο –εδώ ξύλο ή ύφασμα– είναι πάντα αναγνωρίσιμο, όμως η μεταμόρφωση δείχνει ανθρώπινο σώμα-σάρκα, κι ας δεσπόζουν παντού οι ανοιχτές πτυχώσεις στις απλωμένες εβαζέ «φούστες», συχνά ηφαίστεια που εκρήγνυνται με πινελιές χρωμάτων από έναν κρατήρα-άδειο ζωνάρι μέσης.
Οι αγαπημένες πιέτες της Ελένης, σε κάθε «φούστα»-άρπα, σε κάθε «ρούχο» της, είναι οι πρόγονοι των πτυχών στα ξύλινα τοπία της – χωράφια-ιδεογράμματα που ξετυλίγονται σαν κομμάτια γης ιδωμένα από ψηλά. Κι αυτά με τη σειρά τους μοιάζει να ξεχειλίζουν και να προεξέχουν από το κάδρο τους και να προσπαθούν να μπουν στον δικό μας χώρο. Γιατί η Ελένη Κρίκκη μέσα από το ανάγλυφο των έργων της, μέσα από όλα τα κρεμασμένα υφάσματα από σύρματα-μουσικές χορδές, ερωτοτροπεί στενά με τη γλυπτική στη δουλειά της και ιδιαίτερα στα πιο πρόσφατα έργα της τωρινής σειράς. Τσέπες που ξεκολλούν από την επιφάνεια και δημιουργούν εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, δείχνουν τη διάθεσή της να υπερβεί το ζωγραφικό πλαίσιο που μοιάζει ούτως ή άλλως να μην το παίρνει ποτέ στα σοβαρά, να παίζει με τα όριά του και να αμφισβητεί διαρκώς τον ρόλο του. Άλλο τόσο όμως ερωτοτροπεί και με την αφαίρεση όταν βυθίζεται στην ομορφιά των βελονιών και των υφασμάτων που φτιάχνει. Το γάζωμα και οι κλωστές στη δουλειά της έχουν τη θέση του σχεδίου, του μολυβιού που γράφει και κατα-γράφει με αλλεπάλληλα γραψίματα μια ζωγραφική επιφάνεια – μανιώδες σκιτσάρισμα από κλωστές-γραμμές.
Τα έργα της Ελένης Κρίκκη έχουν αποκτήσει ήδη τη δική τους ζωή, θραύσματα ρούχων και εντέλει σπαράγματα σωμάτων, μνήμες της αθωότητας μιας κούκλας που έχει ήδη χαθεί.
Ελισάβετ Πλέσσα
Δεκέμβριος 2008